Τετάρτη 26 Μαΐου 2010
Ο Ψυχοβγάλτης.
..."Οταν έφτασε στο υψος της βάρκας είδε τον άνθρωπο να κρεμιέται καί να προσπαθεί ν' ανεβεί. Το νερό του ποταμίου κυλούσε πάνω στα ροϋχα του δίχως να τα βρέχει καί σχημάτιζε ζωηρά μαργαριτάρια. Το κεφάλι του φάνηκε πάνω από την πλώρη. Ή βάρκα κουνιόταν καί κυλούσε σύμφωνα με τις προσπάθειες του. Ό Μακαβριωάννης μπόρεσε τελικά να διακρίνει το πρόσωπο του ανθρώπου, πού, με μια τελευταία προσπάθεια, κατάφερε να περάσει ένα χέρι καί ένα πόδι, καί έπεσε στο βάθος της βάρκας. Ήταν αρκετά γεροδεμένος. Το πρόσωπο του σκαμμένο, με μάτια γαλάζια κι απόμακρα. Ήταν τελείως ξυρισμένος καί τα μακριά άσπρα του μαλλιά του έδιναν ταυτόχρονα μια έκφραση αξιοπρεπή καί αλλοπαρμένη. "Ομως το στόμα του, όταν δεν κουνιόταν, έδειχνε βαθιές χαρακιές γεμάτες πίκρα. Ανάμεσα στα δόντια του κρατούσε κάτι πού ό Μακαβριωάννης δεν μπορούσε να καταλάβει τί ήταν.
Του φώναξε:
— Χρειάζεσθε τίποτα;
Ό άνθρωπος σηκώθηκε καί κατάφερε να καθήσει. "Αφησε αυτό πού είχε κουβαλήσει μέσα στις μασέλες του.
— Πώς είπατε; ρώτησε.
"Εσκυψε πάνω από τα κουπιά του καί έφερε τη βάρκα κοντά στην όχθη. Με μερικές κουπιές πλεύρισε. "Ετσι, ό Μακαβριωάννης διαπίστωσε ότι ή όχθη βυθιζόταν κάθετα στο νερό, σαν μια τομή.
—"Εχετε ανάγκη από καμιά βοήθεια; τον ρώτησε. Ό άνθρωπος τον κοίταξε. Ήταν ντυμένος με ένα σακκί καί κάτι άμορφα κουρέλια.
— Είσαστε ξένος; ρώτησε.
— Ναί, απάντησε ό Μακαβριωάννης.
— Γιατί διαφορετικά δεν θα μου μιλούσατε έτσι, παρατήρησε
ό άνθρωπος, σχεδόν για τον εαυτό του.
— Θα μπορούσατε να είχατε πνιγεί, είπε ό Μακαβριωάννης.
—"Οχι σ' αυτά τα νερά, είπε ό άνθρωπος. Αλλάζουν. Μερικές
φορές δεν κρατάνε το ξύλο, άλλες, ακόμα καί πέτρες μπορούν να στέκουν στην επιφάνεια. Τα σώματα όμως επιπλέουν πάντοτε χωρίς να βυθίζονται.
— Τί συνέβη; ρώτησε ό Μακαβριωάννης. Πέσατε από τη
βάρκα;
—"Εκανα τη δουλειά μου, είπε ό άνθρωπος. Μέσα σ' αυτά τα νερά πετάνε τα πεθαμένα πράγματα, για να τα ψαρέψω. Με τα δόντια. Πληρώνομαι γι αυτό.
— Μα ένα δίχτυ θα έκανε εξίσου καλά αυτή τη δουλειά, είπε
ό Μακαβριωάννης.
"Ενιωθε ένα είδος ανησυχίας, μια εντύπωση σα να μίλαγε με κάποιον από άλλον πλανήτη. Αίσθηση αρκετά γνωστή, βέβαια, βέβαια.
— Πρέπει να τα ψαρέψω με τα δόντια μου, είπε ό άνθρωπος.
Τα πράγματα πού έχουν σαπίσει ή πού έχουν πεθάνει, γι αυτό
τα πετάνε. Συχνά, τα αφήνουν επίτηδες να σαπίζουν για να μπορέσουν να τα πετάξουν. Καί πρέπει να τα πιάσω με τα δόντια μου.
Καί να σκάσουν ανάμεσα στα δόντια μου. Να μου μολύνουν το
πρόσωπο.
— Σάς πληρώνουν ακριβά γι αυτό; ρώτησε ό Μακαβριωάννης.
— Μου προμηθεύουν τη βάρκα, είπε ό άνθρωπος, καί με
πληρώνουν με ντροπή καί χρυσάφι.
Στή λέξη «ντροπή», ό Μακαβριωάννης έκανε ένα βήμα προς τα πίσω καί θύμωσε με τον εαυτό του.
—"Εχω ένα σπίτι, είπε ό άνθρωπος, πού άντελήφτηκε την κίνηση του Μακαβριωάννη καί χαμογέλασε. Μου δίνουν να τρώω• μου δίνουν χρυσάφι. Πολύ χρυσάφι. Άλλα δεν έχω δικαίωμα να το ξοδέψω. Κανείς δεν θέλει να μου πουλήσει τίποτα. "Εχω ένα σπίτι και πολύ χρυσάφι, άλλα πρέπει να χωνεύω την ντροπή ολόκληρου του χωρίου. Με πληρώνουν για να έχω τύψεις στη θέση τους. Για ό,τι κακό ή ανόσιο κάνουν. Για όλα τους τα βίτσια. Για τα εγκλήματα τους. Για το παζάρι των γέρων. Για το βασάνισμα των ζώων. Για τους μαθητευόμενους. Και για τις βρωμιές.
Σταμάτησε για ένα λεπτό.
—Άλλα, συνέχισε, όλα αυτά δεν θα σας ενδιαφέρουν. Δεν έχετε βέβαια σκοπό να μείνετε εδώ.
"Εγινε μια μεγάλη σιωπή.
— Ναί, έχω, είπε τελικά ό Μακαβριωάννης. Θα μείνω εδώ.
— Τότε, θα γίνετε σαν τους άλλους, είπε ό άνθρωπος. Θα
ζήσετε και σεις με ήσυχη τη συνείδηση, και θα ξεφορτώνετε πάνω
μου το βάρος της ντροπής σας. Και θα μου δίνετε χρυσάφι. Δεν
θα μου πουλάτε όμως τίποτα για το χρυσάφι μου.
— Πώς σας λένε; ρώτησε ό Μακαβριωάννης.
—Ή Δόξα, είπε ό άνθρωπος. Με φωνάζουν ή Δόξα. Είναι το όνομα της βάρκας. Εγώ δεν έχω πια.
— Θα σας ξαναδώ. . . είπε ό Μακαβριωάννης.
— Θα είσαστε σαν κι αυτούς, είπε ό άνθρωπος. Δεν θα μου
ξαναμιλήσετε πια. Θα με πληρώνετε. Και θα μου πετάτε τις
βρωμιές σας. Και τη ντροπή σας.
— Μα για ποιο λόγο το κάνετε; ρώτησε ό Μακαβριωάννης.
Ό άνθρωπος σήκωσε τους ώμους του.
— Πριν από μένα υπήρχε κάποιος άλλος, είπε.
— Μα πώς τον αντικαταστήσατε; επέμενε ό Μακαβριωάννης.
—Ό πρώτος πού θα αισθανθεί μεγαλύτερη ντροπή από μένα
παίρνει τη θέση, είπε ό άνθρωπος. "Ετσι γινότανε από πάντα στο χωριό. Είναι πολύ θρήσκοι. "Εχουν το δικό τους είδος συνείδησης. Ποτέ τύψεις. Άλλα αυτός πού υποχωρεί. . . Αυτός πού επαναστατεί. . .
— Τον μπαρκάρουν στη «Δόξα». . . αποτέλειωσε ό Μακαβριωάννης. Και σεις επαναστατήσατε.
— "Ω! αυτό δεν συμβαίνει πια πολύ συχνά.., είπε ό άνθρωπος.
Μπορεί να είμαι ό τελευταίος. Ή μητέρα μου δεν ήταν από δω.
Ξαναπήρε τη θέση του και έσκυψε πάνω στα κουπιά.
— Πρέπει να δουλέψω, είπε. Γεια σας.
— Γεια σας, είπε ό Μακαβριωάννης."...
Απόσπασμα από το ομότιτλο βιβλίο του συγγραφέα.
Φωτογραφία(και εξώφυλο του βιβλίου): Man Ray - Tears
Μου είπε πολλά.
Ελπίζω και σε εσάς.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου